αὐλακίζω

αὐλακίζω
αὐλᾰκ-ίζω:—[voice] Med., [tense] fut.
A

-ίσομαι PFlor.326.10

(ii A. D.):—trace furrows on, plough, ἐδάφη PFlor. l.c.:—[voice] Pass., ib.331.7 (ii A. D.); αὐλακισμέναν ἀροῦν, prov. of doing work over again, Pratin.Lyr.3: metaph. of a shooting star leaving a trail, Cat.Cod.Astr.8(3).182.
4 [suff] αὐλᾰκ-ιον, τό, Dim. of αὖλαξ, Sch.D.T.p.196H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυλακίζω — (AM αὐλακίζω) 1. κάνω αυλάκι σε αγρό ή κήπο 2. (για θρήνο) κάνω αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • αὐλακίζει — αὐλακίζω trace furrows on pres ind mp 2nd sg αὐλακίζω trace furrows on pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηὐλακισμένων — αὐλακίζω trace furrows on perf part mp fem gen pl αὐλακίζω trace furrows on perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλακιζόμεναι — αὐλακίζω trace furrows on pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλακισθεῖσα — αὐλακίζω trace furrows on aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλακίζοντες — αὐλακίζω trace furrows on pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηὐλακισμένη — αὐλακίζω trace furrows on perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλακοτομώ — (Α αὐλακοτομῶ, έω) αυλακίζω …   Dictionary of Greek

  • αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταυλακίζω — (Μ) 1. ανοίγω αυλάκια, οργώνω, αροτριώ 2. μτφ. κάνω βαθιές πληγές, κατατραυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐλακίζω «κάνω αυλάκι σε κήπο» (< αὖλαξ «αυλάκι»)] …   Dictionary of Greek

  • παραυλακίζω — Μ μετακινώ τα όρια ενός κτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐλακίζω (< αὖλαξ «αυλάκι»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”